- φουναρία
- η, Νβοτ. κοσμοπολιτικό γένος βρυοφύτων τής τάξης βρυώδη, που περιλαμβάνει 220 περίπου είδη, τα οποία χαρακτηρίζονται από το σπειροειδώς περιεστραμμένο στέλεχος τής σποριόκαψας.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. νεολατ. funaria].
Dictionary of Greek. 2013.